-
1 κύαθος
κῠαθ-ος, ὁ,A ladle, for drawing wine out of the κρατήρ, Anacr.63.5, Pl.Com.176, Archipp. 21, X.Cyr.1.3.9, PEleph.5.3 (iii B.C.), etc.; cold metal ladles were applied to bruises, Arist.Pr. 890b7; κύαθον αἰτήσεις τάχα you'll need a ladle shortly (from being so soundly beaten), Ar.Lys. 444; ὑπωπιασμέναι.. καὶ κυάθους προσκείμεναι with ladles applied, Id. Pax 542, cf. E.Fr. 374, Apolloph.3.III κύαθοι κλειδῶν ἀνεστηκότες filled-out hollows round the collar-bones, Philostr.Gym.48.
См. также в других словарях:
κύαθος — Αγγείο της αρχαιότητας. Το σχήμα του μοιάζει με αυτό του κυπέλλου, με τη διαφορά ότι φέρει ευμεγέθη και κάθετη προς το χείλος λαβή. Το χρησιμοποιούσαν για να αντλούν κρασί από τον κρατήρα και να σερβίρουν τα αγγεία πόσεως. Λειτουργούσε και ως… … Dictionary of Greek